Ελληνικά » Γερμανικά

αμαρτωλ|ός <-ή, -ό> [amartɔˈlɔs] ΕΠΊΘ

αμαρτωλός

αμαρτωλ|ός (-ή) [amartɔˈl|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αμαρτωλός (-ή)
Sünder(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский