Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμέριστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμέριστ|ος <-η, -ο> [aˈmɛristɔs] ΕΠΊΘ

1. αμέριστος (που δε διαιρέθηκε):

αμέριστος

2. αμέριστος (που δε διαιρείται):

αμέριστος

4. αμέριστος (συνεχής: ενδιαφέρον):

αμέριστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский