Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλογονωμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλογονωμέν|ος <-η, -ο> [alɔɣɔnɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αλογονωμένος
halogeniert, Halogen-
αλογονωμένος ρύπος
αλογονωμένος υδρογονάνθρακας

Παραδειγματικές φράσεις με αλογονωμένος

αλογονωμένος υδρογονάνθρακας
αλογονωμένος ρύπος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский