Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλογάριαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλογάριαστ|ος <-η, -ο> [alɔˈɣari̯astɔs] ΕΠΊΘ

1. αλογάριαστος (ζημιά, πλούτη):

αλογάριαστος

2. αλογάριαστος (ατσιγγούνευτος):

αλογάριαστος

3. αλογάριαστος (για ανοιχτό λογαριασμό):

4. αλογάριαστος (απερίσκεπτος):

αλογάριαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский