Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλλοίωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλλοίωσ|η <-εις> [aˈliɔsi] SUBST θηλ

1. αλλοίωση (μεταβολή):

αλλοίωση
Veränderung θηλ

2. αλλοίωση (παραποίηση):

αλλοίωση
Verfälschung θηλ
χρωστική αλλοίωση
Verfärbung θηλ

3. αλλοίωση (κρασιού):

αλλοίωση
Panschen ουδ

4. αλλοίωση (τροφίμων):

αλλοίωση
Verderben ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αλλοίωση

χρωστική αλλοίωση
χρωστική αλλοίωση θηλ (του) δέρματος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский