Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλαφραίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αλαφρ|αίνω <-υνα> [alaˈfrɛnɔ] VERB μεταβ

1. αλαφραίνω (κάνω ελαφρύ):

αλαφραίνω

2. αλαφραίνω (ανακουφίζω):

αλαφραίνω

II . αλαφρ|αίνω <-υνα> [alaˈfrɛnɔ] VERB αμετάβ

1. αλαφραίνω (γίνομαι ελαφρύς):

αλαφραίνω

2. αλαφραίνω (ανακουφίζομαι):

αλαφραίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский