Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλάθητο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλάθητο [aˈlaθitɔ] SUBST ουδ

αλάθητο
Unfehlbarkeit θηλ
το αλάθητο του Πάπα

Παραδειγματικές φράσεις με αλάθητο

το αλάθητο του Πάπα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский