Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακόρεστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακόρεστ|ος <-η, -ο> [aˈkɔrɛstɔs] ΕΠΊΘ

1. ακόρεστος (περιέργεια, φιλοδοξία):

ακόρεστος

2. ακόρεστος ΧΗΜ:

ακόρεστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский