Ελληνικά » Γερμανικά

ακούσι|ος <-α, -ο> [aˈkusiɔs] ΕΠΊΘ

1. ακούσιος (κίνηση):

ακούσιος

2. ακούσιος (όχι επίτηδες: προσβολή):

ακούσιος

Παραδειγματικές φράσεις με ακούσιος

ακούσιος μυς

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский