Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακοίταχτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακοίταχτ|ος <-η, -ο> [aˈcitaxtɔs] ΕΠΊΘ

1. ακοίταχτος (κείμενο):

ακοίταχτος

2. ακοίταχτος (άρρωστος):

είναι ακοίταχτος

Παραδειγματικές φράσεις με ακοίταχτος

είναι ακοίταχτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский