Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακάθαρτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακάθαρτ|ος <-η, -ο> [aˈkaθartɔs] ΕΠΊΘ

1. ακάθαρτος και μτφ (σκέψεις):

ακάθαρτος

2. ακάθαρτος (πετρέλαιο):

ακάθαρτος
Rohöl ουδ
Abwasser ουδ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский