Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αιφνιδιασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αιφνιδιασμός [ɛfniðiazˈmɔs] SUBST αρσ

1. αιφνιδιασμός (αιφνιδιαστική ενέργεια):

αιφνιδιασμός
Überraschung θηλ

2. αιφνιδιασμός (αιφνιδιαστική επίθεση):

αιφνιδιασμός
Überfall αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский