Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αισχρός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αισχρ|ός <-ή, -ό> [ɛsˈxrɔs] ΕΠΊΘ

1. αισχρός (που προκαλεί ντροπή):

αισχρός

2. αισχρός (αχρείος: συκοφάντης):

αισχρός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский