Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αζευγάρωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αζευγάρωτ|ος <-η, -ο> [azɛˈvɣarɔtɔs] ΕΠΊΘ

αζευγάρωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский