Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αεραγωγός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αεραγωγός [aɛraɣɔˈɣɔs] SUBST αρσ

1. αεραγωγός (ορυχείου):

αεραγωγός
Luftschacht αρσ

2. αεραγωγός (σε μηχάνημα: εισαγωγής):

αεραγωγός
Lufteinlass αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский