Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδρός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδρ|ός <-ή, -ό> [aˈðrɔs] ΕΠΊΘ

1. αδρός (χαρακτηριστικά):

αδρός

2. αδρός (αμοιβή):

αδρός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский