Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγωνιστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγωνιστικ|ός <-ή, -ό> [aɣɔnistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αγωνιστικός (πνεύμα, τύπος):

αγωνιστικός

2. αγωνιστικός ΑΘΛ:

αγωνιστικός
Wettkampf-
Rennwagen αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский