Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αίρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αίρω <ήρα, ήρθην> [ˈɛrɔ] VERB μεταβ

1. αίρω (σηκώνω):

αίρω

2. αίρω μτφ (ευθύνες):

αίρω

3. αίρω (εμπάργκο, περιορισμούς):

αίρω

4. αίρω (αντιρρήσεις):

αίρω

5. αίρω (απόφαση):

αίρω

Παραδειγματικές φράσεις με αίρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский