Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έκκεντρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκκεντρο [ˈɛcɛndrɔ] SUBST ουδ

1. έκκεντρο ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

έκκεντρο
Exzenter αρσ
πρέσα θηλ με έκκεντρο

2. έκκεντρο (σε μηχανή αυτοκινήτου):

έκκεντρο
Nocken αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με έκκεντρο

πρέσα θηλ με έκκεντρο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский