Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: άσχετα , ασχετοσύνη , ασχέτως και άσχετος

ασχετοσύνη [asçɛtɔˈsini] SUBST θηλ (άγνοια)

άσχετ|ος <-η, -ο> [ˈasçɛtɔs] ΕΠΊΘ

1. άσχετος (χωρίς σημασία: παρατηρήσεις, στοιχεία):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский