Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άσπρισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άσπρισμα [ˈasprizma] SUBST ουδ

1. άσπρισμα (τοίχου):

άσπρισμα
Tünchen ουδ

2. άσπρισμα (ρούχων):

άσπρισμα
Bleichen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский