Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άρρηκτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άρρηκτ|ος <-η, -ο> [ˈariktɔs] ΕΠΊΘ

1. άρρηκτος:

άρρηκτος

2. άρρηκτος μτφ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский