Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άπνοια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άπνοια [ˈapnia] SUBST θηλ

1. άπνοια (έλλειψη ανέμου):

άπνοια
Windstille θηλ

2. άπνοια ΙΑΤΡ:

άπνοια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский