Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άντερο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άντερο [ˈandɛrɔ] SUBST ουδ

1. άντερο s. έντερο

Βλέπε και: έντερο

Παραδειγματικές φράσεις με άντερο

στριμμένο άντερο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский