Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ανεργία , ενεργώ , ενεργός , ανεμώνη , άνεργος , ανενεργός , ανεψιά , ανέμη και άνεση

I . ενεργ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛnɛrˈɣɔ] VERB αμετάβ

2. ενεργώ (φάρμακο: φέρνω αποτέλεσμα):

3. ενεργώ (προσπαθώ να επιτύχω):

II . ενεργ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛnɛrˈɣɔ] VERB μεταβ

1. ενεργώ (εκτελώ, διεξάγω):

2. ενεργώ (έγγραφο):

III . ενεργούμαι VERB αυτοπ ρήμα

I . άνεργ|ος <-η, -ο> [ˈanɛrɣɔs] ΕΠΊΘ

ανεμώνα [anɛˈmɔna], ανεμώνη [anɛˈmɔni] SUBST θηλ

ενεργ|ός <-ή, -ό> [ɛnɛrˈɣɔs] ΕΠΊΘ

ανενεργ|ός <-ή, -ό> [anɛnɛrˈɣɔs] ΕΠΊΘ

ανέμη [aˈnɛmi] SUBST θηλ

1. ανέμη (για νήμα):

Spule θηλ

2. ανέμη (πετονιάς):

Rolle θηλ

ανιψιός [anipˈsçɔs], ανεψιός [anɛpˈsçɔs], ανιψιά [anipˈsça], ανεψιά [anɛpˈsça] SUBST αρσ/θηλ

Neffe αρσ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский