Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άνανδρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άνανδρ|ος [ˈananðrɔs], άναντρ|ος [ˈanandrɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. άνανδρος (δειλός):

άνανδρος

2. άνανδρος (αταίριαστος σε αντρικό χαρακτήρα):

άνανδρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский