Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άλωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άλωσ|η <-εις> [ˈalɔsi] SUBST θηλ

άλωση
Einnahme θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με άλωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский