Ελληνικά » Γερμανικά

άλειωτ|ος <-η, -ο> [ˈaʎɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. άλειωτος (κερί, παγωτό):

άλειωτος

2. άλειωτος (ζάχαρη):

άλειωτος

3. άλειωτος (σώμα νεκρού):

άλειωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский