Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άκτιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άκτιστ|ος <-η, -ο> [ˈaktistɔs] ΕΠΊΘ

1. άκτιστος (κτήριο):

άκτιστος

2. άκτιστος (περιοχή):

άκτιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский