Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άθροιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άθροισ|η <-εις> [ˈaθrisi] SUBST θηλ

1. άθροιση:

άθροιση
Ansammlung θηλ

2. άθροιση ΜΑΘ (πρόσθεση):

άθροιση
Addition θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский