Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Ινδοευρωπαίος , κεντράρισμα , κεντράρω , κεντροβαρικός και κεντρόσωμα

κεντρόσωμα [cɛnˈdrɔsɔma] SUBST ουδ

1. κεντρόσωμα ΒΟΤ:

Zentriol ουδ

2. κεντρόσωμα ΒΙΟΛ:

Zentrosom ουδ

κεντροβαρικ|ός <-ή, -ό> [cɛndrɔvariˈkɔs] ΕΠΊΘ

κεντράρ|ω <-ισα, -ίστηκα, -ισμένος> [cɛnˈdrarɔ] VERB μεταβ

κεντράρισμα [cɛnˈdrarizma] SUBST ουδ

Ινδοευρωπαί|ος (-α) [inðɔɛvrɔˈpɛ|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский