Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „vorhergehen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

vorher|gehen

vorhergehen irr VERB αμετάβ +sein:

vorhergehen
προηγούμαι +δοτ +γεν

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Zur Vorhersage werden langsame Schwankungen des elektrischen Feldes (ELF), die Erdbeben vorhergehen, vermessen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"vorhergehen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский