Γερμανικά » Ελληνικά

Linke <-n, -n> SUBST θηλ

link [lɪŋk] ΕΠΊΘ οικ

1. link (Geschäft, Mensch):

Link αρσ Η/Υ
Link αρσ Η/Υ
λινκ ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский