Γερμανικά » Ελληνικά

I . laut1 [laʊt] ΕΠΊΘ

1. laut (nicht leise):

2. laut (lärmend):

Laut <-(e)s, -e> [laʊt] SUBST αρσ

2. Laut ΓΛΩΣΣ:

Παραδειγματικές φράσεις με lautesten

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский