Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „geklommen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

geklommen

geklommen part πρκ von klimmen

klimmen (in die Höhe klettern) αμετάβ τυπικ
αναρριχώμαι αμετάβ τυπικ
klimmen (klettern) αμετάβ ιστ
σκαρφαλώνω αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский