Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „fortwähren“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

fort|währen VERB αμετάβ ΝΟΜ

fortwähren
fortwähren

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Ein endemischer Status kennzeichnet eine fortwährend erhöhte Fallzahl nach ihrem Fortwähren, nicht nach der Höhe des Niveaus.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "fortwähren" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский