Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „einbläuen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

ein|bläuen [ˈaɪnblɔɪən] VERB μεταβ τυπικ

Παραδειγματικές φράσεις με einbläuen

jdm etw einbläuen

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Sie habe ihrer Tochter die Regel eingebläut, niemandem die Tür zu öffnen, wenn sie alleine in der Wohnung ist.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"einbläuen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский