Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „eigenhändiges“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

eigenhändig [ˈaɪgənhɛndɪç] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με eigenhändiges

eigenhändiges Delikt
eigenhändiges Testament

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Teilweise wird behauptet, dass es sich bei der Amtsanmaßung um ein sogenanntes eigenhändiges Delikt handelt.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский