Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Trassat“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Trassat <-en, -en> [traˈsaːt] SUBST αρσ ΟΙΚΟΝ

Trassat (eines Wechsels)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Mit erfolgter Annahme wird der Trassat zum Hauptschuldner des Wechsels (Bezogener).
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Trassat" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский