Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Schwulitäten“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Schwulität <-, -en> [ʃvuliˈtɛːt] SUBST θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με Schwulitäten

in Schwulitäten geraten

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Schwulität hat ursprünglich keine Verbindung dazu.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Schwulitäten" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский