Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Polizeimann“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Polizeimann <-(e)s, -männer> SUBST αρσ CH

Polizeimann s. Polizeibeamte(r)

Βλέπε και: Polizeibeamte(r)

Polizeibeamte(r) (-beamtin) <-n, -n> SUBST αρσ (θηλ)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Die Übergabe des Zuges an lettische Polizeimänner erfolgte um 1.45 Uhr.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский