Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Neunzigjährige“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Neunzigjährige(r) mf

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Das Bergwerk hatte eine über neunzigjährige Geschichte und war davon über 50 Jahre in Betrieb.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Neunzigjährige" σε άλλες γλώσσες

"Neunzigjährige" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский