Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Leitbörse“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Leitbörse <-, -n> SUBST θηλ (einflussreiche Börse)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Leitbörse" σε άλλες γλώσσες

"Leitbörse" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский