Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Gelegenheitskauf“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Gelegenheitskauf <-(e)s, -käufe> SUBST αρσ ΟΙΚΟΝ

Gelegenheitskauf

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Die zweite Maschine war ein Gelegenheitskauf.
de.wikipedia.org
Die Wurzeln des Museums entstammen einem Gelegenheitskauf in den frühen 1960er-Jahren.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Gelegenheitskauf" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский