Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Beschwerdeberechtigte“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Beschwerdeberechtigte(r) <-n, -n> SUBST mf ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Beschwerdeberechtigte" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский