Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Angeschuldigte Angeschuldigter“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Angeschuldigte(r) <-n, -n> SUBST mf ΝΟΜ

an|schuldigen [ˈanʃʊldɪgən] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Angeschuldigte Angeschuldigter" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский