Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „zusammenhauen“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

zusammen|hauen ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ οικ

1. zusammenhauen:

zusammenhauen (Person, Einrichtung)
démolir πολύ οικ!

2. zusammenhauen (nachlässig, in Eile herstellen):

zusammenhauen
bâcler οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Die Äbtischen wurden in einer schnellen und blutigen Prügelei regelrecht zusammengehauen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "zusammenhauen" σε άλλες γλώσσες

"zusammenhauen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina