Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: entgegentreten , entrechten και Entrecote

entgegen|treten ΡΉΜΑ αμετάβ ανώμ +sein

1. entgegentreten (in den Weg treten):

2. entgegentreten (sich zur Wehr setzen):

Entrecote <-[s], -s> [a͂trəˈkoːt] ΟΥΣ ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina