Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: pingelig , pinseln , pinkeln και pinnen

pinnen ΡΉΜΑ μεταβ οικ

pinkeln [ˈpɪŋkəln] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

pisser οικ

pinseln ΡΉΜΑ μεταβ

1. pinseln οικ (streichen, malen):

2. pinseln οικ (schreiben):

3. pinseln ΙΑΤΡ:

pingelig [ˈpɪŋəlɪç] ΕΠΊΘ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina