Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: mufflig , Tiefflieger και auffliegen

mufflig

mufflig → muffelig

Βλέπε και: muffelig

I . muffelig οικ ΕΠΊΘ (griesgrämig)

II . muffelig οικ ΕΠΊΡΡ

Tiefflieger ΟΥΣ αρσ

auf|fliegen ΡΉΜΑ αμετάβ ανώμ +sein

1. auffliegen (hochfliegen) Vogel, Schwarm:

2. auffliegen (sich öffnen) Fenster, Tür:

4. auffliegen οικ (gestört werden):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina